- παραιωρώ
- -έω, Α1. κρεμώ, αναρτώ κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («Μαρσύαο... δέρμα παρῃώρησε φυτῷ», Νόνν.)2. (μέσ.-παθ.) παραιωροῡμαι, -έομαια) κρέμομαι, αναρτώμαι κοντά σε κάτιβ) (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κίνδυνο και προσπαθώ να κρεμαστώ από κάτι για να σωθώγ) ασκούμαι με υπομονή.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ)α)-* + αἰωρῶ «κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.